- ιχθυαποθέματα
- και ιχθυοαποθέματα, τα(αλιευτ.) η ποσότητα αλιευμάτων μιας συγκεκριμένης θαλάσσιας, ποτάμιας ή λιμναίας περιοχής, η οποία, θεωρητικά τουλάχιστον, μπορεί να τεθεί στη διάθεση τού ανθρώπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.